Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Παιχνίδια από το παρελθόν ..


Τα σχολεία έκλεισαν, το καλοκαίρι είναι ζεστό και μακρύ και πολλά παιχνίδια μας συνοδεύουν από τα νοσταλγικά παιδικά μας χρόνια  Άλλα το καλοκαίρι, άλλα το χειμώνα, τα περισσότερα γνωστά και μερικά  .. εφεύρεση της στιγμής. Πάντως το σίγουρο είναι πως έρχονται γλυκές αναμνήσεις όποτε θυμηθούμε ένα παιχνίδι που παίζαμε με τους φίλους μας στα ανέμελα παιδικά μας χρόνια. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε μερικά από αυτά τα παιχνίδια εκτός από τα πολύ γνωστά όπως το κρυφτό, το κυνηγητό, η μπάλα κτλ .. παιχνίδια  αμέτρητα και ατέλειωτα. 



Η Μπάλα στην Αλάνα ήταν αγαπημένο παιχνίδι των αγοριών,  στα Ριζώματα στον περίβολο του Αγίου Αθανασίου και στις εκδρομές με το σχολείο στον Παλιόκαστρο και όπου αλλού βρίσκαμε μέχρι που φτιάχτηκε το γήπεδο.. 
οι δερμάτινες μπάλες
Στα 3 κόρνερ πέναλτυ, απαγορεύονταν οι "καραβολίδες" και η "μύτου" (το  "ξερόμυτο")  και το τερματοφύλακας έπαιζε "μπακότερμα" δηλαδή και τέρμα και αμυντικός.. και τις περισσότερες φορές ο γεματούλης της παρέας κάθονταν τέρμα. Η δε δερμάτινη μπάλα τότε ήταν πολυτέλεια και σπάνια υπήρχε στο παιχνίδι, η οποία αν έμπαινε σε νερά γινόταν πολύ βαριά και αν σε χτυπούσε καμιά βολίδα στο κεφάλι έχανες τον κόσμο .. 





Το Σανταλίνα-Μανταλίνα (μακρυά γαϊδούρα) είναι παιδικό παιχνίδι που παιζόταν από αγόρια τα παλαιότερα κυρίως χρόνια. Το παιχνίδι παιζόταν από δύο ομάδες. Τα μέλη της μίας σχημάτιζαν μια σειρά σκυμμένα (όπως στη φωτογραφία). Τα παιδιά της άλλης ομάδας έπαιρναν φορά και πηδούσαν πάνω από τα παιδιά της πρώτης ώσπου να ανέβουν όλα στην πλάτη της "γαιδούρας". Εάν τα κατάφερναν χωρίς πέσουν κάτω έπρεπε να μαντέψουν, αυτοί που ήταν σκυμμένοι πόσα δάχτυλα έδειχνε ο πρώτος από τους πάνω. Αν το μάντευαν άλλαζαν ρόλο. 



 



Στα Ριζώματα υπήρχε μεγάλη κόντρα και επικές μάχες μεταξύ των πιτσιρικάδων Ραχιακών και Χοντροπετριακών στα παιδικά παιχνίδια όπως το ποδόσφαιρο,  ο πετροπόλεμος και τα φυσοκάλαμα (φωτογραφία) κι άλλα. Υπήρχε μια νοητή γραμμή που χώριζε το χωριό στη μέση και οι Ραχιακοί ήταν αυτοί που έμεναν από το μσοχώρι (εκεί που είναι τα ΚΕΠ σήμερα) και δυτικά ("Ράχη", το γνωστό τοπωνύμιο στη δυτική είσοδο του χωριού) και οι Χοντροπετριακοί από το μεσοχώρι και ανατολικά ("Χοντρές Πέτρες" το τοπωνύμιο πάνω από το ανατολικό χωριό).
 Όπως μεγάλη κόντρα υπήρχε και μεταξύ "απαν΄νών" και "ακατ'νών" δηλαδή όσων έμεναν πάνω από τον κεντρικό δρόμο του χωριού και όσων κάτω. 



Τα τεσεράρκα, τα "καρτ" των παιδικών μας χρόνων, δηλαδή μια υποτυπώδης, συνήθως ξύλινη κατασκευή με 4 ρόδες για πολλές βόλτες ..


Στα μήλα δύο παίκτες στέκονται αντικρυστά, δεκαπέντε είκοσι μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλον και στη μέση αυτής της απόστασης συγκεντρώνονται τα άλλα παιδιά. Οι δυο παίκτες που στέκονται αντικρυστά προσπαθούν με τη μπάλα να ακουμπήσουν κάποιο από τα παιδιά που είναι μέσα και αυτό «καίγεται» και βγαίνει από το παιχνίδι. Αντίθετα, το παιδί που θα καταφέρει να πιάσει το τόπι χωρίς να πέσει κάτω κερδίζει «ένα μήλο» που θα του επιτρέψει, αν κάποια στιγμή «καεί» να μη βγει, αλλά να παραμείνει στο παιχνίδι, ή, αν καεί κάποιος φίλος του να του το παραχωρήσει!
Όταν απομείνει ένα μόνο παιδί, οι δυο παίχτες με το τόπι μπορούν να κάνουν μόνο δέκα προσπάθειες να το χτυπήσουν. Αν τους ξεφύγει, τα ξαναφυλάνε και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή.

Στις μπίλιες ή βώλους τα παιδιά τραβούσαν ή χάραζαν στο χώμα μια μικρή γραμμή, όπου
τοποθετούσε το κάθε παιδί μια μπίλια. Εκεί γινόντουσαν πολλοί καβγάδες, γιατί έπρεπε οι μπίλιες να ήταν της ίδια αξίας. Όλες καινούργιες ή όλες παλιές. Πολλοί, λοιπόν. προσπαθούσαν δίπλα στις καινούργιες να βάλουν τις παλιατζούρες και τότε γινόντουσαν πολλές φασαρίες. Μετά χάραζαν μια άλλη μεγάλη γραμμή καμιά δεκαριά μέτρα μακριά από τη γραμμή που είχε τις μπίλιες.
Αφού τελείωνε κι αυτή η διαδικασία έπρεπε οι παίχτες να συναγωνιστούν ποιος θα ρίξει τη μπίλια του πρώτος. Έριχναν λοιπόν όλοι τη μπίλια τους με στόχο να πλησιάσει και να σταματήσει όσο μπορούσε πιο κοντά στις γυαλένιες. Ο νικητής θα έπαιζε πρώτος.
Έπαιρνε λοιπόν τη μπίλια του, έβαζε το πόδι του πίσω από τη γραμμή των δέκα μέτρων και την πετούσε με στόχο να πετύχει τη γυαλένια που βρισκόταν στο κεφάλι της σειράς, γιατί τότε όλες οι υπόλοιπες γυαλένιες της σειράς γινόντουσαν δικές του. Η σειρά άρχιζε από αριστερά προς τα δεξιά. Αν η μπίλια του έβρισκε στη μέση της σειράς των γυαλένιων, έπαιρνε αυτή που πέτυχε και την έβγαλε έξω από τη σειρά, αλλά και όλες τις άλλες που βρισκόντουσαν προς τα δεξιά από αυτή που πέτυχε. Αν προσπαθώντας να βρει την πρώτη γυαλένια στο κεφάλι της σειράς, από απληστία για να τις πάρει όλες κι αστοχούσε, συνέχιζε ο δεύτερος παίχτης που είχε ρίξει τη μπίλια του πιο κοντά στη σειρά με τις γυαλένιες, μετά βέβαια τον πρώτο. Αν και αυτός αστοχούσε, τότε ακολουθούσε ο τρίτος και το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι κάποιος να πετύχει τη γυαλένια της κορυφής.
Αυτός που κέρδιζε τις περισσότερες γυαλένιες ήταν ο πιο δεξιοτέχνης του παιχνιδιού. Η δεξιοτεχνία ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Πρώτα-πρώτα το ταλέντο, το σταθερό χέρι, οι καλές μπίλιες, η αυτοσυγκέντρωση αλλά κυρίως η εξάσκηση, κάτι που το ‘βλεπες αμέσως με τον τρόπο που το παιδί έριχνε τη μπίλια.

Το κρυφτό, αγαπημένο καθημερινό παιχνίδι με τα παιδιά της γειτονιάς ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ, ώσπου οι μαμάδες έβγαιναν τελικά στα μπαλκόνια να μας φωνάξουν να ανέβουμε. Αλλά εμείς δεν είχαμε χορτάσει: “Λίγο ακόμα μαμά, λίγο ακόμα!”. 

Το κυνηγητό. Όταν βαριόταν τα παιδιά, το πρώτο που έλεγαν ήταν «παίζουμε κυνηγητό;». Οι κανόνες είναι απλοί: Ένας κυνηγά κι οι υπόλοιποι τρέχουν...


Πατητό. Όλα τα παιδιά ενώνουν τα πόδια τους. Μόλις φωνάξουν «πατητό» πρέπει να τραβήξουν τα πόδια τους πίσω. Φωνάζουν νούμερα «πρώτος», «δεύτερος» κ.ο.κ. και ο καθένας παίζει με τη σειρά του. Ο ένας πρσπαθεί να πατήσει τον άλλο πηδώντας. Πηδούν όμως και αυτοί, τους οποίους οι άλλοι προσπαθούν να πατήσουν, ώστε να αποφύγουν το πάτημα.



Στο Τζαμί (ή κεραμιδάκια) τα παιδιά χαράζουν ένα κύκλο και στο κέντρο στήνουν το ένα πάνω στο άλλο, πέντε κεραμιδάκια. Ύστερα σε απόσταση 5-6 μέτρων, χαράζουν μια γραμμή και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας, ένα, ένα, πατώντας στη γραμμή, σημαδεύουν τον σωρό που πάνω πάνω είναι μια μικρότερη για να τον γκρεμίσουν. Αν αποτύχουν, έρχεται η σειρά της δεύτερης ομάδας. Όταν κάποιο παιδί τα γκρεμίσει, η ομάδα του τα διασκορπίζει μέσα στον κύκλο για να δυσκολέψει την άλλη ομάδα που, για να κερδίσει, πρέπει να τα ξαναστήσει. Κι ενώ οι  παίχτες της δεύτερης ομάδας αγωνίζονται να ξαναστήσουν τα  κεραμιδάκια, τα παιδιά της πρώτης ομάδας τους χτυπούν με τη μπάλα για να τους «κάψουν», δηλαδή να τους βγάλουν έξω από το παιχνίδι. Τότε, συχνά, κάποια παιδιά στέκονται επίτηδες να χτυπηθούν για να παρασύρουν το τόπι μακριά και να δώσουν στους δικούς τους καιρό να τελειώσουν το στήσιμο.


Στο παιχνίδι Ένα δυο τρία κόκκινο φως το παιδί που κάνει τη «μάνα» στέκεται
γυρισμένο στον τοίχο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή αρκετά μέτρα μακριά του. Στο διάστημα που το παιδί απαγγέλλει: «Ένα - δύο - τρία κόκκινο φως», τα παιδιά παίρνουν διάφορες στάσεις. Μόλις η «μάνα» σταματήσει, γυρίζει απότομα προς το μέρος των παιδιών, που έχουν στο μεταξύ ακινητοποιηθεί. Αν κάποιο απ΄ αυτά κουνιέται, «καίγεται» και δεν παίζει άλλο. Το παιχνίδι επαναλαμβάνεται μέχρι τη στιγμή που κάποιο παιδί θα πλησιάσει τη «μάνα» πολύ κοντά και θα τη χτυπήσει στον ώμο. Τότε, όλα τα παιδιά αρχίζουν να τρέχουν, για να περάσουν τη γραμμή της αφετηρίας. Αν κάποιο παιδί πιαστεί απ΄ τη «μάνα», πριν περάσει τη γραμμή, τότε τα «φυλάει». Αλλιώς, τα φυλάει πάλι το ίδιο παιδί. Περίπου με τον ίδιο τρόπο παιζόταν και τα αγαλματάκια. 

Στο κουτσό χαράζουμε με κιμωλία σε στέρεο έδαφος μερικά συνεχόμενα αριθμημένατετράγωνα. Η σειρά με την οποία θα παίξουν οι παίκτες καθορίζεται με διάφορους τρόπους. Συνήθως ρίχνουν από μία πέτρα προσπαθώντας να πλησιάσουν ένα συγκεκριμένο σημείο που έχουν προκαθορίσει. Η σειρά βγαίνει με βάση το ποια αμάδα πλησίασε πιο κοντά. Άλλος τρόπος είναι το κλασικό “αμπεμπαμπλόμ”. Ο κάθε παίκτης, όταν έρθει η σειρά του, ρίχνει μια μικρή επίπεδη πέτρα ή ένα καπάκι από αναψυκτικό, την “αμάδα” ή “ομάδα” όπως πολύ συχνά παραφράζεται, στο πρώτο τετράγωνο. Μετά πηδάει στο τετράγωνο αυτό στηριζόμενος μόνο στο ένα πόδι. Από την κίνηση αυτή προέρχεται και η ονομασία. Προσπαθεί να κλοτσήσει την αμάδα έτσι ώστε να περάσει στο επόμενο τετράγωνο. Αν η αμάδα ακουμπήσει σε γραμμή ή βγει από το τετράγωνο που βρίσκεται χωρίς να πάει στο επόμενο ο παίκτης χάνει τη σειρά του. Το παιχνίδι τελειώνει όταν κάποιος φτάσει στο τελευταίο τετράγωνο και βγάλει την αμάδα έξω και αφού παίξουν όλοι οι παίκτες που έχουν σειρά. Αν το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει, ο παίκτης που έχει χάσει πριν τη σειρά του πρέπει να πετάξει την αμάδα στο τετράγωνο που βρίσκονταν πριν χάσει. Κάνοντας κουτσό θα πρέπει να περάσει ένα ένα τα τετράγωνα μέχρι να φτάσει στο συγκεκριμένο τετράγωνο από όπου θα συνεχίσει.



Τα πεντόβολα παίζεται από δυο παιδιά. Το κάθε παιδί έχει πέντε πέτρες στο μέγεθος ενός μεγάλου φουντουκιού. Αυτός που ξεκινά πρώτος πετάει μια πέτρα, από τις πέντε, στον αέρα και με μια γρήγορη κίνηση, προσπαθεί να πάρει μια άλλη. Συγχρόνως προσπαθεί να πιάσει και την άλλη που πέφτει. Κάνει το ίδιο και με τις υπόλοιπες πέτρες. Όταν χάσει ένα παιδί παίζει το άλλο. Ύστερα κάνει το ίδιο και με τις υπόλοιπες πέτρες, πιάνοντας από κάτω δύο πέτρες. Το ίδιο κάνει πιάνοντας τρεις πέτρες και μετά τέσσερις. Μετά έρχεται η πιο δύσκολη φάση. Ενώνουν τις δύο παλάμες μας, βάζουν μέσα τις πέντε πέτρες, τις πετάνε στον αέρα και καθώς οι πέτρες πέφτουν από ψηλά, με μια γρήγορη κίνηση, γυρίζουν τα χέρια στην επάνω πλευρά και προσπαθούν να πιάσουν τις πέντε πέτρες που πέφτουν.

Το περνά-περνά η μέλισσα παίζεται σε ανοιχτό χώρο από πολλά παιδιά. Δύο παιδιά που είναι οι «μάνες», στέκονται αντιμέτωπες με σηκωμένα χέρια και πλεγμένα δάχτυλα σχηματίζοντας μια «καμάρα». Χτυπούν τις παλάμες τους ρυθμικά και τραγουδούν: Περνά-περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα, με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα. Τα άλλα παιδιά σχηματίζουν μια ουρά και περνούν κάτω από την καμάρα. Όταν το τραγούδι σταματήσει, οι «μάνες» πιάνουν το τελευταίο παιδί της σειράς ανάμεσα στα χέρια τους και το ρωτούν χαμηλόφωνα, ώστε να μην ακούσουν τα άλλα παιδιά, «τι θέλεις; μήλο ή πορτοκάλι;» ή «κίτρινο ή κόκκινο;» ή «Τρίκαλα ή Λάρισα;» κτλ. Οι «μάνες», πριν ακόμα ξεκινήσει το παιχνίδι, έχουν διαλέξει μία από τις δύο επιλογές. Όποιο παιδί πει ότι θέλει μήλο, πηγαίνει πίσω από τη μάνα που έχει το μήλο και όποιο παιδί πει το πορτοκάλι πηγαίνει πίσω από τη μάνα που έχει διαλέξει το πορτοκάλι. Το παιχνίδι αρχίζει ξανά από την αρχή και η διαδικασία γίνεται μέχρι να τελειώσουν όλα τα παιδιά. Στο τέλος σχηματίζονται δύο ομάδες παιδιών καθεμιά με τη δική της μάνα. Οι ομάδες αυτές, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν ίσο αριθμό παιδιών.Στο σημείο αυτό, τα παιδιά γίνονται δύο αλυσίδες αγκαλιάζοντας τις μάνες. Οι δύο μάνες πιάνονται από τα χέρια ή πιάνονται από ένα μικρό ραβδί και τραβιούνται απο τα πίσω παιδιά. Όποια ομάδα τραβήξει την άλλη προς το μέρος της κερδίζει. Έπειτα αλλάζουν οι μάνες και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή.

Το κορόιδο παίζεται από τουλάχιστον τρία παιδιά. Για το παιχνίδι χρειάζεται μια μπάλα. Τα παιδιά τα «βγάζουν» και ένα παιδί γίνεται το «κορόιδο». Το παιδί που κάνει το  «κορόιδο» έχει σκοπό να πάρει την μπάλα. Τα υπόλοιπα παιδιά παίρνουν θέσεις τριγύρω του και όποιο παιδί κρατά την μπάλα την πετά σε άλλο μόλις πλησιάσει κοντά τους, λέγοντας δυνατά «κορόιδο». Αν το παιδί πιάσει την μπάλα που πέταξε ένα από τα άλλα παιδιά, παίρνει τη θέση αυτού που την πέταξε, και πλέον αυτό γίνεται το «κορόιδο» για τη συνέχεια του παιχνιδιού.

Στο δεν περνάς κυρά Μαρία τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο καιπιάνονται από το χέρι. Με λάχνισμα επιλέγεται ένα παιδί που στέκεται στη μέση. Είναι η κυρά Μαρία! Αρχίζουν να γυρίζουν περπατώντας γύρω γύρω και να τραγουδούν ενώ η…κυρα Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους. Τότε λαμβάνει χώρα ο παρακάτω τραγουδιστός διάλογος:
ΠΑΙΔΙΑ: Δεν περνάς κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Δεν περνάς κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, περνώ!

Για το παιχνίδι κλέφτες και αστυνόμοι αυτό χρειάζονται τουλάχιστον έξι παιδιά. Είναι ένα πολύ συναρπαστικό παιχνίδι και απαιτείται μια ανοικτή επίπεδη έκταση. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη, με τα περισσότερα παιδιά, είναι οι κλέφτες και η δεύτερη, με τα λιγότερα, είναι οι αστυνόμοι. Το παιχνίδι κυλά σαν κυνηγητό ανάμεσα στα μέλη των δύο ομάδων, όπου οι αστυνόμοι κυνηγούν τους κλέφτες. Όταν οι κλέφτες θέλουν να ξεκουραστούν, πηγαίνουν σε έναν συγκεκριμένο χώρο που λέγεται σπίτι ή λημέρι. Οι αστυνόμοι πιάνουν έναν κλέφτη αν ακουμπήσουν την πλάτη του. Όταν συμβεί αυτό τον οδηγούν σε έναν χώρο που λέγεται φυλακή και βρίσκεται όσο πιο μακριά γίνεται από το λημέρι. Ένας φυλακισμένος κλέφτης ελευθερώνεται αν ένας σύντροφός του ακουμπήσει το χέρι του. Αν οι φυλακισμένοι κλέφτες είναι αρκετοί μπορούν να κάνουν ένα τέχνασμα. Ενώνουν τα χέρια τους στη σειρά σαν αλυσίδα και απλώνονται όσο πιο έξω από τη φυλακή μπορούν. Ο ελεύθερος κλέφτης που θα ακουμπήσει τον πρώτο φυλακισμένο ελευθερώνει και όλους τους υπόλοιπους που τον κρατούν. Οι αστυνόμοι απαγορεύεται να φρουρούν τους φυλακισμένους. Το παιχνίδι τελειώνει όταν όλοι οι κλέφτες φυλακιστούν, κάτι που δεν συμβαίνει εύκολα!  



Στο παιχνίδι αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό μπορούν να συμμετέχουν αρκετά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ενώ χρειάζεται και ένα μαντίλι. Τα παιδιά βγάζουν με κλήρο τη «μάνα» και, έπειτα, κάθονται κάτω σταυροπόδι σε κύκλο. Έχουν τα χέρια πίσω, με τις παλάμες ανοικτές. Το παιδί που κάνει τη «μάνα» στέκεται αρχικά έξω από τον κύκλο και κρατά το μαντίλι. Αρχίζει κατόπιν να κινείται γύρω από τον κύκλο τραγουδώντας:
Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω,
παπούτσια δε μου πήρε να πάω στον χορό.

Όσο τραγουδά και κινείται γύρω από τον κύκλο, πετά το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει να γυρίζει τραγουδώντας, μέχρι να αντιληφθούν τα παιδιά ότι δεν το κρατά πια. Τότε, το παιδί που κάθεται και αντιλαμβάνεται ότι έχει κοντά του το μαντίλι σηκώνεται και κυνηγά τη «μάνα». Όταν η «μάνα» πιαστεί, κάθεται στη θέση του παιδιού που το έπιασε και εκείνο πλέον κάνει τη «μάνα». Το παιχνίδι συνεχίζεται όσο αντέχει η συντροφιά.

Στα βαρελάκια το παιχνίδι είναι απλό. Χρειάζεται όμως το πολύ 5 παίχτες. Οι 4 παίχτες σκύβουν στη σειρά αλλά ο ένας αραιά από τον άλλον. Ο 5ος πηδάει από πάνω τους βάζοντας τα χέρια του στην πλάτη του μπροστινού του, μετά ανοίγει τα πόδια του και περνάει από πάνω. Όταν πηδήξει πάνω από όλους τον έναν μετά τον άλλον, ο τελευταίος πηδάει πάνω απ’ τους άλλους. Χάνει αυτός που θα χάσει την ισορροπία του.


Στο μπιζ τα παιδιά μαζεύονται και αποφασίζουν ποιος θα τα “φυλάει”. Αυτός λοιπόν κάθεται σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του. Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στριφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας “Μπιζζ!” όπως κάνει η μέλισσα.  Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

Για την αμπάριζα χρειάζονται τουλάχιστον οκτώ παιδιά, τα οποία χωρίζονται σε δύο ομάδες. Απαιτείται ανοικτός χώρος και δύο δέντρα ή κολόνες στις άκρες του. Η κάθε ομάδα ορίζει το ένα δέντρο ή τη μία κολόνα σαν το μέρος της, την αμπάριζα. Σ’ αυτήν βρίσκονται οι παίκτες της ομάδας αλλά και οι αιχμάλωτοι παίκτες της άλλης ομάδας. Σκοπός του παιχνιδιού είναι οι παίκτες κάθε ομάδας να προστατεύσουν την αμπάριζά τους. Τα παιδιά ρίχνουν κλήρο για το ποια ομάδα θα ξεκινήσει πρώτη. Ένα από τα παιδιά της πρώτης σε σειρά ομάδας βγαίνει στον χώρο ανάμεσα στις αμπάριζες και ταυτόχρονα βγαίνει ένα παιδί από την άλλη ομάδα. Κινούνται στον χώρο με ελιγμούς προσπαθώντας το ένα να αγγίξει πρώτο το άλλο. Όποιος χάσει αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στην αντίπαλη αμπάριζα. Κατόπιν, βγαίνει ένα δεύτερο παιδί τόσο από τη μία όσο και από την άλλη ομάδα και το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι ώσπου να  τελειώσουν οι παίκτες. Οι παίκτες που αιχμαλωτίζονται μπορούν να ελευθερώνονται από συμπαίκτη τους που φτάνει έως την αμπάριζα, ένας φυλακισμένος κάθε φορά. Όταν σε κάποια ομάδα μείνει ο τελευταίος παίκτης προσπαθεί να προστατέψει την αμπάριζα ενώ παράλληλα έχει τον νου του μήπως ελευθερώσει τους συμπαίκτες του, αγγίζοντάς στους. Στον τελευταίο αυτόν παίκτη μπορούν να επιτεθούν το πολύ δύο αντίπαλοι. Η ομάδα που νικά είναι αυτή που θα πιάσει αιχμαλώτους όλους τους παίκτες των αντιπάλων.

Για την τυφλόμυγα χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερα παιδιά ενώ απαιτείται και ένα μαντίλι. Μπορεί να εξελιχθεί τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό χώρο. Τα παιδιά τα «βγάζουν» και στο παιδί που θα χάσει του δένονται τα μάτια με το μαντίλι. Στη συνέχεια, τα υπόλοιπα παιδιά κινούνται γύρω από αυτό, του μιλάνε, του ζητάνε να τα πιάσει κ.λπ. Όταν πιαστεί κάποιο, το παιδί που κάνει την «τυφλόμυγα» προσπαθεί, με τα μάτια κλειστά λόγω του μαντιλιού, να το αναγνωρίσει ψηλαφίζοντας. Αν το καταφέρει, τότε το παιδί που πιάστηκε γίνεται η «τυφλόμυγα» και το παιχνίδι συνεχίζεται.

Στο πουν΄το δαχτυλίδι τα παιδιά μπαίνουν σε κύκλο. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
Πουν’ το, πουν’ το 
το δαχτυλίδι, 
ψάξε, ψάξε 
δεν θα το βρεις! 
δεν θα το βρεις, 
δεν θα το βρεις, 
το δαχτυλίδι που ζητείς.
Το κάθενα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το ρίχνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.

Πινακωτή. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από δύο ομάδες παιδιών. Η μία ομάδα ήταν μία μάνα και τα τρία της παιδιά. Η άλλη ομάδα ήταν ο βασιλιάς με όλο το επιτελείο του και το στρατό του. Εστελνε λοιπόν ο βασιλιάς έναν αξιωματικό στη μάνα και της έλεγε: - Πινακωτή Πινακωτή!! Η μάνα απαντούσε: - Από το άλλο μου τ' αυτί, γιατ' είμαι μάνα και κουφή...

Σφεντόνα (ή σαϊτα σ' εμάς) όπου την πλήρωναν τα πουλιά και οι λάμπες στις κολώνες φωτισμού.. 

Το σχοινάκι που έπαιζε ο καθένας μόνος του αλλά και σκοινάκι που παίζαμε ομαδικά ανά τρεις. Χοροπηδούσαμε ακούραστα. Ποιος θα έβγαινε νικητής;

Το λάστιχο δεν έλειπε ποτέ από τη σχολική τσάντα. Το παίζανε τα κορίτσια με μανία σε όλα τα διαλείμματα. Έκαναν και εξάσκηση στο σπίτι καθημερινά στερεώνοντας το λάστιχο σε πόδια καρεκλών.,

(θα ανανεώνεται συνεχώς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου