Γλωσσάρι Πιερίων

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να  δημιουργήσουμε αλφαβητικά ένα γλωσσάρι/ευρετήριο λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στα χωριά μας, στα Πιέρια Όρη και έχουν τις ρίζες τους στα αρχαία ελληνικά, στα νέα ελληνικά και στην τουρκική γλώσσα (αποτέλεσμα των 400 χρόνων σκλαβιάς) και λιγότερο στα λατινικά και στα βλάχικαΑν επιθυμείτε να στείλετε τις δικές σας λέξεις ή να διορθώσετε υπάρχουσες κατεβείτε στο τέλος της σελίδας και γράψτε στο πλαίσιο  (ή αν δεν μπορείτε στείλτε μήνυμα στο facebook ή στο e-mail oreinapieria@gmail.com)

σημείωση: στις λέξεις που υπάρχει το '(ι)  π.χ αδέτσ'(ι) ακολουθεί ένα "ι" που δεν προφέρεται όμως το στόμα παίρνει το κατάλληλο σχήμα σα να το προφέρει και έτσι ακούγεται.  Επίσης, δεν θα μπουν στο γλωσσάρι λέξεις γνωστές από την νεοελληνική που ξέρουν όλοι τη σημασία τους (π.χ χάσκς=χάσκεις, πααίνω=πηγαίνω,  μπλάρ'=μουλάρι κ.ο.κ).

α
ο αγάς : μεταφορικά και ειρωνικά ο δεσποτικός και ο αυταρχικός.


το αγόϊ : το αυλάκι. 

αδέτσ'(ι) ή ουδέτσ'(ι) : χωρίς, σκέτο. 

αδιασκά : γρήγορα. 

σε αδιάφκα : σε πρόλαβα, σε προσπέρασα.

αδουκήθκα : θυμήθηκα.

ο αζάς : τίτλος των δημογερόντων. 

τα ανάκαρα : η δύναμη. 

τ' ανακούκουρδα : κάθισμα οκλαδόν. 

οι ανάφτρες : τα τζάκια. 

το ανιμουσούρσμα : ο σωρός π.χ χιονιού που προκαλέιται από τον αέρα. 

η αντάρα : η ομίχλη. 

η άντζα : το λακουβάκι πίσω από το γόνατο. 

αντραλίζουμι : ζαλίζομαι.

ο αλίξουρους : ο λιχούδης, που του αρέσει να τρώει απ' όλα. 

απόστασα : κουράστηκα. 

απιλουιούμι : απαντώ. 

τ'απίπκα : όταν είσαι κάτω πεσμένος, μπρούμυτα.

αραθκά : με την αράδα, με τη σειρά. 

αραθύμσα : νοστάλγησα.

αράτσα : πέρασα από κάπου στενά ή δύσκολα. 

οι αράτσες : οι διαβάσεις, τα περάσματα. 

ο αρίτσιους : ο σκαντζόχοιρος. 

η αρμιά : τουρσί συνήθως από γκαρμπολάχανο. 

τα αρνίθια : οι κότες. 

την αρτίρ'σαν : την μεγάλωσαν (πχ την εκκλησία).

αστόϊσα : ξέχασα. 

η αστρέχα :η σκεπή ενός παραπήγματος πχ. 

ασκήθκα : σιχάθηκα.

οι αυτζήδες : οι κυνηγοί. 

αφκριούμι : ακούω με προσοχή ή κρυφακούω.


β

βάζω, έβαξα : χτυπώ, χτύπησα ή και βουΐζει (πχ ο λάκκος βάζ').

το βακούφ'(ι) : κτήμα που ανήκει σε άγιο, στην εκκλησία. 

η βελέντσαμάλλινο σκέπασμα από μαλλί προβάτου ή γίδας φτιαγμένο σε αργαλειό.


το βιός : η περιουσία, το ποίμνο.

η βίζιτα : η επίσκεψη. 

ο βιράγκους : αυτός που είναι μέσα σε όλα και τα καταφέρνει καλά, ο δυνατός. 

βιρβέρξι : πόνεσε.

το βιτούλ'(ι) : το κατσίκι ενός έτους.

οι βουδέτες : μαύρα ή κεντητά ζωναράκια που δένονταν κάτω από το γόνατο και κατέληγαν σε φούντα. 

η βούλα : η σφραγίδα. 

η βούργια : δερμάτινος τορβάς που στο επάνω μέρος έκλεινε τεχνικά. 



γ 

τα γαλάρια : τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα.  

το γιαρντίμι : η συνεισφορά εργασίας. 

η γίδα : η κατσίκα αλλά και η κουκουνάρα. 

η γκαζίνα : το μεταλλικό δοχείο μακράς αποθήκευσης (πχ τυριού, λαδιού κτλ).

γκδουνίζω : όταν βήχω και ακούγεται ο έντονος μπάσος ήχος από το λαιμό. 

γκαϊγκούσια : όταν έχουμε κάποιον στην πλάτη. 

η γκάσκα : ο φάρυγγας.

γκιζιρώ : περιπλανιέμαι, γυρίζω, κάνω περίπατο. 

η γκιόσα : η γίδα με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και λευκές ρίγες στο πρόσωπο 

η γκιούμα, το γκιούμ'(ι) : το μεταλλικό δοχείο που συνήθως χρησιμοποιούνταν για ζέσταμα νερού. 


η γκλαβανή : μεταφορικά το μυαλό "δεν σε κόβει η γκλαβανή?".

ο γκλέφαρους : το μέτωπο.

η γκλίτσα : ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.

ο γκόλιαβους : γυμνός.


γκουλουγκλιέμι : κυλιέμαι. 

γκουμπζιαλνούμι : γαργαλιέμαι. 

η γκουργκούλα : η πέτρα.

γκουρλίζ'(ι) : το γουρούνι γκουρλίζ'(ι) δηλαδή βρυχάται. 

γκουρλώθκα : πνίγηκα.

γκουτζιά (έγινες) : έκφραση που σημαίνει "μεγάλωσες". Το μεγάλο. 

γκούρτσα : πήρα φωτιά (μεταφορικά : νευρίασα).

γκούσια : η γάμπα.

τα γκόρτσα : φρούτα που μοιάζουν με αχλάδι.

ο γκούστιρας : η γκρίζα σαύρα της περιοχής μας, η πετροσαύρα (τοιχόσαυρα αλλού).

το γκρέκι : το μααντρί, η στρούγκα, η στάνη. 

το γκριμπάτσι : το μαστίγιο ως σύμβολο εξουσίας.  

ο γκρίτζιους : το αγριογούρουνο.

ο γκτζιούπας : αυτός που δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ο ανίκανος (σαν πείραγμα). Το"γκτζιούπ'(ι) είναι το χοντρό το ξύλο. 

το γραψίμ'(ι) : άνευ σημασίας άνθρωπος ή ο καχεκτικός και αδύναμος.

γριντώνουμι : ξαπλώνω, την αράζω.

η γριτσαντστιά : η γρατσουνιά.

γριτσανίστκα : γδάρθηκα.


δ

το δγιάγμα : η λεηλασία. 

το δερβέν'(ι) : η κλεισούρα, επίσης περιοχή στα Πιέρια.



ε
αυτός είντους (είναι), αυτή είντην (είναι)


ζ

το ζαβλάκουμα : η αποβλάκωση.

ο ζαβός : ο στραβός, ο αλήθωρος αλλά και ο ανάποδος, δύστροπος.

το ζαγάρ'(ι) : το κυνηγόσκυλο, ο τιποτένιος αλλά και ο ικανός άνθρωπος.

ο ζαϊρές : η γέμιση της πίτας. 

το ζαϊφκο : το αδύνατο και καχεκτικό. 

η ζαμάρα : το στήθος του μαγειρεμένου κοτόπουλου. 

το ζαράλ'(ι) : η ζημιά που προκαλείται ακούσια σε περιουσία άλλου.

η ζαρβόντσα : η πόρτα μιας περίφραξης. 

ζαρώνω : τρυπώνω κάπου να φυλαχτώ, μαζεύομαι.

ζβακιάζβω : πιάνω με δύναμη και αρπάζω κάτι αλλά και δέρνω. 

το ζγαρδούλ(ι) : ειδικό ξυλουργικό εργαλείο για την κατασκευή των πάτων βαρελιών.

ζγκλώνω : πιέζω με το σώμα.

οι ζιοβγαράδες : ζευγολάτες γεωργοί, αγρότες που οργώνουν τη γη με ένα ζευγάρι ζώα. 

το ζιούγκλο : το χέρι του άχρηστου, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. 

η ζιούνα : το αγκαθωτό κέλυφος μέσα στο οποίο βρίσκονται τα κάστανα. Το λέμε επίσης όταν κάποιος μαζεύτηκε από τρομάρα ("μαζεύκι ζιούνα¨).

το ζλάπ'(ι) : η φράση «παρουσιάσκει ζλάπ» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης. 

η ζμάλα : τσιγγελωτό μαχαίρι για την κατασκευή πχ. μιας γαβάθας.

το ζνίχ'(ι) : η περιοχή του σβέρκου.

ζμπίζου : ζουλώ. 

ζόρλα : με το ζόρι.

το ζούζλο : έντομο αλλά και άγριο ζώο.


το ζουρζουβίλ'(ι) : αυτό που γυρνάει γύρω γύρω, μεταφορικά ο ασύχαστος. 

ζουρτέβω : στεναχωρώ. 

ο ζουφός : ο αδύνατος, ο καχεκτικός. 

το ζυγούρ'(ι) : πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.



η



θ
θαραπαύκα : χόρτασα.

το θερμαρί : κανάτι με θερμό νερό. 

η θερμασιά : ο πυρετός. 


ι
το ιλιάμι : η διαταγή, η εντολή. 

το ιλιάτσ'(ι) : το γιατρικό, το ίαμα.

ινώνω : όταν καταλαβαίνουμε ή συνειδητοποιούμε κάτι καθώς κοιμόμαστε.

ιπουρτόρια : πριν από λίγο, νωρίτερα.

τα ισάσματα : λεγόταν όταν οι γονείς ενός ζευγαριού τα βρίσκαν πριν εκείνο αρραβωνιαστεί, η πρώτη συνεννόηση μεταξύ των γονέων. 

με ιχτιμπάρι : πλουσιοπάροχα. 



κ
ο κάβανος : χωμάτινο κιούπι.

το καδί : αγγείο από μέταλλο ή ξύλο με φαρδύ στόμιο. 

ο καζάς : διοικητική περιφέρεια μικρότερη του νομού

οι καζάρμες : τα σύνορα.

καϊπιώνου : κουκουλώνω, καλύπτω. 

τα καλαμπαλίκια : τα βάρη. 

η κάμα : δίκοπο μαχαίρι που καταλήγει σε αιχμή. 

η κανούτα : η σταχτιά (λέγεται για τις κατσίκες "η κανούτα γίδα").

η κάπα : χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.

το καρακόλι : αστυνομικός σταθμός ή περίπολος. 

το καραούλ'(ι) : σκοπιά, φρουρά (επίσης περιοχή στο υδραγωγείο των Ριζωμάτων).


η καρδάρα : ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.

ο καρκαλέτσιους : η ακρίδα.

το καρλιανγκούτσ'(ι) : μεταφορικά το μυαλό, το πίσω μέρος του κεφαλιού.


η καρούτα : όταν στη μεταφορά νερού παρεμβάλουμε ένα ξύλινο αυλάκι ή βάση σωλήνας εκεί που το έδαφος δεν είναι ίσιο αλλά βαθαίνει και με αυτόν το τρόπο το πηγαίνουμε απέναντι για να συνεχίσει τη ροή του. 

το καντιπουτέϊνιο : επίθετο που χρησιμοπιείται όταν μαλώνουμε κάποιο μικρό παιδί.

ο καψαλός : η πυρκαιά.

η καψολιγιά : δέντρο με μακρυά βέργα. 

ο κερεστές : ξηλεία ναυπηγήσιμη ή και οικοδομήσιμη. 

κηδεύω : αρχαία ερμηνεία του ρήματος που σημαίνει "φροντίζω". 

τα κηριαλέησα : παραφθορά του "κύριε ελέησον", ήταν τρία μακριά κοντάρια ως 6 μέτρα το καθένα που στην κορυφή τους είχαν έναν σταυρό φτιαγμένο από βασιλικό και από ένα χρωματιστό μαντήλι. Τα κρατούσαν οι νεαροί που προπορεύονταν της τελετής που πήγαιναν γύρω γύρω στο χωριό τα Θεοφάνια. 

κιαϊμέτ'(ι) : έκφραση που σημαίνει πολύ. 

τα κιτάπια : τα βιβλία, τα σημειώματα. 

οι κιρατζήδες : οι αγωγιάτες, οι μεταφορείς με ζώο ή άμαξα. 

ο κιχαγιάς : πλούσιος κτηνοτρόφος με πολύ βιός. 

η κλαμούρα : το κλαδί. 

ο κλέτσιους ή γκλέτσιους : ο αγκώνας.

κλιακουτώ ή κλιουκουτώ : κουνάω κάτι μικρό που κάνει θόρυβο.

κλούτσιασα : πιάστηκα από την ακινησία. 

κλουτσαρνώ : χτυπώ τα πόδια με δύναμη (πχ το ζώο για να ξεφύγει από παγίδα).

τα κόλιντα : τα κάλαντα. 

το κότσ'(ι): ο αστράγαλος.

ο κοτσιρός : η αποθήκη. 

το κουκλέτσ'(ι) : αυτό που μένει από τη ρόκα όταν πάρουμε το καλαμπόκι.

τα κουκούμια : τα δοχεία τα πλαστικά.

το κουκουφλιάτσ'(ι) : το κέλυφος π.χ των καρυδιών.

η κουκόσια : το καρύδι.

το κουνάκ'(ι) : αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα (είδος καλαμιού). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και το χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.

η κουπάνα : μεγάλο μεταλλικό ή ξύλινο ορθογώνιο δοχείο που έπιναν νερό τα ζώα.


ο κουπός : το μονοπάτι που ανοίγεται στο χιόνι.

η κουριά : η φλούδα της ρίζας του πουρναριού από την οποία έβγαζαν κόκκινο χρώμα κατάλληλο για την κατεργασία του δέρματος. 

ο κουρνιαχτός : η σκόνη.

η κουρφή : κρέμα γάλακτος, το πιο εκλεκτό γαλακτοκομικό προϊόν, ανώτερο και από το βούτυρο. 

το κουτσιαβέλ'(ι) : το κουτάβι.

η κουλουφουτιά : η πυγολαμπίδα. 

τα κριάκουρα : οι γκρεμοί. 

κρούει : πχ "κρούει χιόν'(ι)" σημαίνει "ρίχνει χιόνι".

τα κυπριά : μεγάλα κουδούνια από μπρούντζο σαν καμπάνα για γίδια. 



λ

λάβα : η φασαρία από φωνές, η οχλαγωγία αλλά και η πολλή ζέστη.

λαμώνου : κολλάω στη λάσπη (πχ το αμάξι λάμωσε).

το λαχτέντου : το μικρό γουρουνάκι, του γάλακτος.

λιγκιάζου : έχω λόξυγγα. 

το λουλό : το τρελό. 

η λούν'(η) : η λάσπη.

ο λοφές : ο μισθός. 

το λτσιάρκου : το λυσσασμένο, μεταφορικά το ανάποδο και το καλό .

η λυκνιά : η φύλαξη από τους λύκους γύρω από το μαντρί. 



μ
τα μαναφλούκια : οι μαλαγανιές.

η μανιά : η γιαγιά, η γριά γυναίκα.

ο μάνταλος : το λουκέτο, η κλειδαριά.

ο μαντζάρας : αυτός που μαζεύει και βόσκει τα ζώα των άλλων (και τα δικά του). Πάει με τη σειρά ανάλογα με την ποσότητα ζώων του καθενός, τόσες μέρες τα βόσκει και μετά άλλος. Αυτό γινόταν παλιά που πολλοί είχαν λίγα ζώα στα σπίτια και όχι κοπάδια.

το μαξούλι : η σοδειά.

μάργωσα : πάγωσα. 

το μαρκάτι : το γιαούρτι. 

τα μασλάτια : κουβέντες, συζητήσεις. 

ο μαχαλάς : η γειτονιά.


μαυλώ : καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα.

η μισάλα : άσπρο μαντήλι γυναικείο. 

το μιτζιλίσι : απόφαση δικαστηρίου που επιλύει επί τόπου διαφορές. 

τα μνημούρια : τα μνήματα, τα νεκροταφεία. 

το μόλεμα : το λες μαλώνοντας κάποιον (συνήθως παιδί). 

μούνγκι : μόνο.

το μουϊαμπέτι(ι) : κουβεντολόϊ, η χαλαρή συζήτηση, η παρέα.

μουλουμουτώ : ψυθιρίζω, μιλάω σχεδόν από μέσα μου.

ο μούρτζιους : αυτός που είναι στο πρόσωπο λερωμένος. 

το μούργκζμα : η ώρα που αρχίζει να σκοτεινιάζει (ώρα μουργκί)

μούτα : έκφραση και εννοούμε αθόρυβα ή όταν δεν μιλάει κάποιος. 

ο μούτσιανους : ο μικρός. 

ο μπάϊος : ο θείος, ο μπάρμπας. 

ο μπάκακας ή μπάμπακας : ο βάτραχος.

ο μπακατσέλας : το λέμε χαριτολογώντας για ένα όμορφο μικρό αγοράκι.

τα μπάμπαλα: τα σκουπίδια τα μικρά (πχ "μπήκε μπάμπαλο στο μάτι").

μπαλιάμ' : έκφραση που σημαίνει "σκασίλα μου".

ο μπαξές : το περιβόλι, ο κήπος.

ο μπατσιός : το τουλουμοτύρι. 

το μπενίσι : το γιλέκο το κεντητό. 

η μπέσα : ο λόγος, η τιμή, η πίστη και η εμπιστοσύνη. 

το μπερεκέτι : αφθονία, πλούτος. 

ο μπζιαμπζιάκους : μαγειρεμένο εντόσθιο ζώου για φάγωμα (το στομάχι). 

το μπιζίρι : η βενζίνη. 

μπιζέρσα : βαρέθηκα. 

τα μπιλτζίκια : βραχιόλια και λοιπά κοσμήματα.

μπίκαμ' : έκφραση, το λέμε σε παιδί π.χ όταν χτύπησε και του εκφράζουμε έτσι την αγάπη μας.

τα μπιλτζίκια : τα βραχιόλια, τα κοσμήματα στο χέρι.

μπιρκιάτ'(ι) : μακάρι, πάλι καλά, ευτυχώς. 

ο μπίτσιους : το γουρούνι.

τα μπλιακούτια : τα εντόσθια. 

το μπλουγκούρ'(ι) : το πληγούρι, το σιτάρι βρασμένο με γάλα πριν απλωθεί για τραχανάς.

το μπόρτζι : το χρέος. 

τα μπραγάτσια : μικρά χάλκινα δοχεία.

η μπράσκα : ο μεγάλος βάτραχος. 

ο μπράτμος : ο στενός φίλος.

οι μπουρλές : αλυσίδες με ασημικά που φορούσαν στο λαιμό, στο στήθος και στη μέση.

η μπουρλιά : λεπτό και μακρύ χόρτο που εκεί περνούμε τα χαμοκέρασα που μαζεύουμε.

ο μπρούχαβους : ο αργοκίνητος. 

η μπουλντούκα : η λακκούβα με νερό.

η μπλούντα : φαγούρα στο κορμί. 

ο μπούμπαρους : το φάντασμα, ο βρυκόλακας, το στχιό, το υπερφυσικό ον που τρομάζει.


μπουτί: έκφραση που σημαίνει "γιατί ?, για ποιο λόγο ?". 

ο μστριώτκους : ο μπασταρδεμένος. 



ν

ναι μτι : έκφραση που σημαίνει "ναι καλά, άλλο τι". 

νε : αποφατικός σύνδεσμος που δηλώνει άρνηση, ούτε το ένα ούτε το άλλο ("νε πρόβατα, νε γίδια")

νεμ? : λες? άραγε?

το νιβατό : το ψωμί, το καρβέλι.

νίβω : πλένω (το πρόσωπο).

οι νιζάμηδες : αποσπάσματα τακτικού τουρκικού στρατού. 

το νιρουβλίκιασμα : όταν είσαι πολλή ώρα στο νερό και το δέρμα αποκτά την χαρακτηριστική υφή και όψη. 

ο νόχτους : η όχθη, ο γκρεμός ή το υπερυψωμένο χωμάτινο μέρος πχ δίπλα σε δρόμους.

νταβίζου : ζητώ. 

νταϊαντώ : βαστώ, αντέχω. 

ντάϊμα : συνέχεια. 

το νταμάρ'(ι) : η καταγωγή, το γένος , το σόι.


η ντάμκα : το στίγμα. 

τα νταμπούρια : οι πολεμίστρες.

το νταρί : το φυτό ασπροκαλάμποκο ή λιανοκαλάμποκο που κατασκευάζονται οι σκούπες. 

το ντελί : το τρελλό. 

ντιμέκ : τάχα, και καλά. 

ντιμτήλ'(ι) : (επίρρημα) εξ ολοκλήρου. 

οι ντιουντιούμηδες : οι πλιατσικολόγοι.

ο ντιουντιούμ'(ς) : ο βλάκας, ο χαζός. 

ο ντουρός ή τουρός : τα ίχνη (πατημασιές) των ζώων πάνω στο χιόνι ή πάνω στον κουρνιαχτό (σκόνη).

ντουστώ : ξεκινάω να κάνω κάτι.

ο ντραγάτσ' : δραγάτης, υδρονομέας.


ντραμανλιούμι : παραπατώ.



ξ

η ξιάλη : ξύλινη βέργα που χρησίμευε ως βουκέντρα και για καθάρισμα του αλετριού. 

ξικλαμουριάστκα : δεν έχω δύναμη να πάω πουθενά, διαλύθηκα. 

ξιμασουρώθκι : έχασε κάτι την σταθερή του βάση. 

το ξιμυάλισμα : γκρεμός από νεροφάγωμα. 

ξινουμώ : διώχνω. 

ξιπλατίσκα : κουράστηκα.


ξιστρουφκιάσκα : σιχάθηκα.

ο ξισλόϊαστους , ξισλάρουτους : αυτός που δεν έχει τα μυαλά του στο κεφάλι του.

το ξοκόρφι :  η τσέπη του γιλέκου στο στήθος.

τα ξόμπλια : τα κεντήματα. 



ο

η ουκνά : η κόκκινη μπογιά. 

ουλούρμι : φτάνει πια, αρκετά. 

ουρλιούμι : φωνάζω, γκαρίζω. 

τα ουρμάνια ή 'ρμάνια : τα δάση και οι ερημιές. 



π

η παγάνα : ομάδα πολλών κυνηγών. 

παμπόρ'(ι) : έκφραση που τη λέμε όταν π.χ κάποιος καπνίζει πολύ "το παέν'(ι) παμπόρ'(ι)". 

παλαΐζου : ψάχνω .

παρασημιώνομαι : μουντζουρώνομαι, αλλάζω μορφή, σημαδεύομαι.

παρατόρσα : τρόμαξα, μου βγήκε το λάδι, σάλεψα, τα έχασα και δεν ξέρω κατά που να πάω, δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα.

οι πατσιουρές : χοιρινό παστό κομμένο σε φέτες. 

ο παχνιστής : ο Δεκέμβριος. 

τα πέτουρα : οι χυλοπίτες. 


η πητιά : το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί.

πιδικλώθκα : σκόνταψα.

τα πινακίδια : εκκλησιαστικά βιβλία. 

ο πιπιλός : η σκόνη από κόκκινο χώμα συνήθως.


ο πίρπιρας : η νυχτοπεταλούδα που πάει στα φώτα.

το πισκέσ'(ι) : το δώρο. 

το πιστιμάλ'(ι) : το μαντήλι που έβαζαν οι γυναίκες στα μαλλιά. 

τα πίτιρα : τα ροκανίδια.

πλιατσιαρνώ : πετάω νερά.

πλιβρίτουσα : κρύωσα πολύ, πάγωσα. 

ο πλουκός : ο ξύλινος φράχτης.

πολεμώ (σιαπέρα) : πετάω κάτι. 

το πνάκ(ι) : η γαβάθα. 

το ποστάβι : ξύλινο κιούπι. 

πουρτσιάλσμα : όταν τα γίδια και τα πρόβατα χτυπιούνται με τα κεφάλια και τα κέρατα. 

προυζιάλα : η αποπνικτική ζέστη κάτω από τον ήλιο. 

προυζιαλνώ (ψωμί) : ψήνω στη φωτιά ψωμί.

η πυρουστιά : μεταλικό τρίποδο για το τζάκι που μαγείρευαν πάνω του.

το πχάρ(ι) : το ραφάκι πάνω από το τζάκι.  



ρ
ο ραγκαλιάνους : ο λαιμός (συνήθως της κότας, της μαγειρεμένης).

το ρακαργιό : ο τόπος παρασκευής του ρακιού, το καζάνι. 

τα ριβένια : πλαγίες βουνού διαμορφωμένες σε επάλληλα καλλιεργήσιμα επίπεδα. 

η ρούγα : ο δρόμος.

ρουγκαλνώ : ρεύομαι. 

ρούϊτσα : ρόδισα, κοκκίνισα.

ρουπουτώ : κάνω θόρυβο.

η ρούσα : προβατίνα ξανθοκόκκινη. 


τα ρούτια : τα παλιόρουχα, τα φτηνά. 



σ

το σακραβέτσ'(ι) : το λεπτό χιονάκι που δεν κρατάει πολύ.

σαλαΐζου : δίνω σημασία ("μη με σαλαΐζεις").

το σαλό : το τρελό, το σαλεμένο. 

το σάλωμα : άχυρο σιταριού ή βρίζας. 

το σαρδάκιασμα : δάρσιμο. 


τα σιάβαρα : τα σκουπίδια πχ τα φύλλα, τα κλαδιά τα πεσμένα κτλ (όχι τα οικιακά). 


ο σιάμκαρος : η σφαλιάρα. 

το σιάρκαβο : το σταχτύ. 

μι σιάστσεις : με τρέλανες στην πάρλα. 

το σιλάχι : ζώνη από δε΄ρμα με θήκη φορητών όπλων. 

το σιμπόδαυλο : το ξύλο που χρησιμοποποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. 


ο σιούτους : το αρσενικό πρόβατο ή γίδι χωρίς καθόλου κέρατα.

το σιρβιρό : το κεντημένο. 

το σιφών'(ι) : το μαντήλι στα μαλλιά.

σκιάθκα : τρόμαξα.

το σκλιαβί : το σκεπάρνι το καμπυλωτό για την κατασκευή (σκάψιμο) των ξύλινων γαβαθών και των κοπάνων (λεκανών).

το σκιόπ'(ι) : Ήταν το νυφικό βέλος της εποχής. Έκρυβε το πρόσωπο της νύφης εως την λήξη της τελετής.

σκαπέτσι (αυτός) : ξέφυγε. 

οι σκαντζλήθρες : οι φωτιές και οι στάχτες που πετάγονται από τα ξερά ξύλα όταν καίγονται (πχ από τα κέδρα όταν καίγονται). 

ο σκλέντζας : ο πολύ αδύνατος. 

τα σκφούνια : πλεχτές κάλτσες από μαλλί κατσίκας, τα τσουράπια.

η σλότα : ψιλή βροχή με ομίχλη.

σλουπεύω : το λέμε περιπαιχτικά και ειρωνικά όταν κάποιος μας έκανε κακή δουλειά ή μας δημιούργησε πρόβλημα "μας σλούπεψε". 

το σμίθ'(ι) : παλιά ήταν το λευκό ψωμί. Μεταφορικά το λέμε όταν μας ήρθε κάτι όπως το περιμέναμε. 

το σμιγό : το ψωμί από μίγμα σταριού και βρίζας.

οι σουβαρήδες : οι ιππείς. 

η σούδα : χαντάκι, λάκκος, τάφρος. 

το σουλφάτο : το κινίνο. 

ο σουμπασής : ο αρχιαστυνόμος της περιοχής. 

το σουνέτι : η περιτομή. 

το σουργκούνι : εξορία.

σουρνάρα : το λέμε όταν το νερό τρέχει ασταμάτητα και με ένταση. 

ο σουφράς : στρογγυλό, χαμηλό τραπέζι. 

το σπάπ'(ι) : αυτό που είναι πολυμήχανο, τα καταφέρνει, έξυπνο και πονηρό. 

τα σπνιτκά : τα μάλλινα ρούχα που τα είχαν υφάνει στον αργαλειό.

το στάλσμα : το μάζεμα των προβάτων κάτω από σκιά το μεσημέρι .

ο στάφνος : το σχοινί (από μαλλί προβάτου) βουτηγμένο στην ώχρα που χρησιμοποιούσαν για να σημαδέψουν στην ευθεία έναν κορμό κομμένο ούτως ώστε να βγάλουν ίσια σανίδια. Το κρατούσαν από τη μία και από την άλλη πλευρά του κομμένου δέντρου τεντωμένο, το τραβούσαν σαν χορδή με δύναμη και όπως χτυπούσε πάνω στο ξύλο το σημάδευε με μια ευθεία γραμμή. 

σταυρώνω : συναντώ. 

η στέρφα : η στείρα θηλυκιά. 

η στρούγκα : πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.

το συναγόϊ : η συναγωγή,  η μάζωξη ατόμων. 

σφαλνώ : κλειδώνω. 

σφουγγίζου : καθαρίζω κάτι από νερό ή άλλο υγρό. 

σών'(ει), σώθκει : φτάνει, τελείωσε.





τ

τανιούμι : τεντώνομαι. 

το ταπί : επίσημος τουρκικός τίτλος για τα ακίνητα. 

ταπίπκα : ξάπλα αλλά και έκφραση που σημαίνει τέζα

ο τιμπλαρουμένους : ο αραχτός, ο τεμπέλης.

ο τζάλαβος : ο απρόσεκτος.

το τζβικ'(ι) : το γεράκι.

τζιαναμπέτς : αυτός που κάνει πονηριές και παραπλανεί τους άλλους. 

το τζιλέπι : φόρος βοσκής. 

το τζιούν'(ι) : η ακίδα.

τα τζιρνίκια : τα κορόμηλα. 

ο τζιριμές : το πρόστιμο και ο ανεπρόκοπος. 

ο τζιτζβές : το μπρίκι.


τζιτζίριασα : ανατρίχιασα.

τζίχνιασα : βράχνιασα. 

ο τζουτζούνας : ο υπερβολικά φοβιτσιάρης.

τηρώ : κοιτώ. 

η τλούπα : η χοντρή νιφάδα χιονιού.

τα τόπια : τα κανόνια. 

τα τουμάρια : τα δέρματα των προβάτων ή γιδιών, αλλά και οι κακοί άνθρωποι.

ο τουρός : τα ίχνη άγριων ζώων.

τραπέτσ'(ι) : ξινό. 

τρουιρνώ : τριγυρίζω.

ο τρόχαλος : το μέρος πάνω από τα Ριζώματα με τα βράχια, οι πέτρες.
 

η τσαντίλα : μεγάλα τουλουπάνια για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού. 

το τσαρδί : πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά. Καλύβα.

τα τσαρούχια : αυτοσχέδια παπούτσια από το δέρμα ζώων με φούντα μπροστά.

το τσαρτσάρ'(ι) : το παγούρι. 

οι τσέτηδες : οι αντάρτες. 

τα τσιαούλια : τα ούλα, η γνάθος, το σαγόνι. 

το τσιαλτζμένου : το δύσκολο άτομο, το ανάποδο. 

ο τσιατμάς : παλιός τρόπος χτισίματος ντουβαριού ανάμεσα στα δωμάτια με άχυρο, ξύλο και λάσπη. 

το τσιβί : εργαλείο γεωργικό που τρυπάει το χώμα για να φυτέψουμε σπόρο. 

ο τσιγκρός : ο τσιγκούνης.

ο τσιλβιρίκος : το κρύο

τσίντζηρου : το λέμε όταν ο ήλιος καίει πολύ, το μεσημέρι "ου ήλιους τσίντζηρου".

το τσιοκάν'(ι) : το πλακέ κουδούνι για τα γίδια. Λέγεται και κραμπακίδα.

τσιουρτσιόπ'(ι) : παραμέρισε, καθάρισε το μέρος για να ρίξω την μπίλια χωρίς εμπόδια, χρησιμοποιούνταν στο παιχνίδι "μπίλες" (γυάλινοι βόλοι).

η τσιούκα : το καρούμπαλο.

το τσιούνγκο : το βόδι με σπασμένο κέρατο ή χωρίς. 

τσιούτα (επίρρημα) : "αυτός κάθεται τσιούτα" δηλαδή δεν μιλάει, δεν κάνει κιχ

ο τσιουρβάς : η σούπα. 

το τσιούτσκανου : το πολύ μικρό. 

τσιρνιάζ'(ι) : το πολύ παγωμένο νερό.

ο τσιρούτκους : ο αρρωστιάρικος και κάποιο πολύ λεπτό ύφασμα, ψεύτικο.

τα τσιρουκλίκια : οι σωματικές συνήθως ατέλειες και προβλήματα. 

το τσιντζέλ'(ι) : το φτηνό ρούχο, το παλιό και το ευτελές.

η τσίπα : το μαντήλι που φόραγαν οι γυναίκες.

η τσουντζούλου : αυτή που στολίζεται πολύ. 

το τσπουνίσιο : το κατασκευασμένο στον αργαλειό. 




υ



φ

φασκιωμένος : το να φοράς πολλά ρούχα.

ο φίτζιους : πέτρα πλακέ για το ομώνυμο παιχνίδι.

το φλάμπουρο : πρόχειρη σημαία, συνήθως ένα μαντήλι δεμένο στην άλρη βέργας.

το φλαστερό : η ξύλινη σφραγίδα που έκαναν πάνω στη λειτουργιά (πρόσφορο) τον σταυρό.

η φλαψιά : το καλαμπόκι που ψήνουμε, η ρόκα. 

φλιατσιαρνώ : σφαλιαρώνω.

ο φλόμους : ο καπνός. 

το φουκάλ' : η αυτοσχέδια σκούπα από ξερά κλαδιά.

η φουλτακίδα : η φουσκάλα που βγάζουμε στο εσωτερικό των χειλιών.


η φούρλα : η στροφή γύρω από τον άξονά μας. 

φουρτουρώ : πετάω κάτι. 

το φουρφούρ'(ι) : το παιχνίδι με έλικες σαν ανεμόμυλος.

φρακαλνώ : ρουφάω την μύτη.

η φρουσκλιά : είδος δέντρου. 

τα φτιλιάδια : οι φτελιές.

το φτσέλ'(ι) : δοχείο ξύλινο για νερό, κρασί ή κάτι άλλο.


χ

το χαϊρι : το δώρο

χαϊρλίθκα : ευχή που λέμε σε γάμο και σημαίνει να έχουν οι νιόπαντροι χαΐρι, προκοπή και ευημερία. 

χαλέβου : θέλω.

ο χαλές : η τουαλέτα.

ο χαμκούτας, ο χλιάρας, ο χνίκας : περιπαιχτικά ο χαζός. 

η χαραή : πολύ πρωί.

ο χαζνές : το θησαυροφυλάκιο, ο θησαυρός. 

οι χαραμήδες : οι ληστές. 

ο χάσκαρς : παιχνίδι των αποκρεών όπου έδεναν ένα βρασμένο και καθαρισμένο αβγό με μια μάλλινη κλωστή στην άκρη μιας βέργας ή του πλάστη και το κουνούσαν πάνω από τα στόματα με τη σειρά και όποιος προλάβαινε να το αρπάξει το έτρωγε. 

η χλούμ'(η) : ομίχλη πυκνή.

το χοκιμάτι : η διοίκηση. 

τα χολέβια : χοντρές κάλτσες φτιαγμένες στον αργαλειό.

το χούι : η ιδιοτροπία, η συνήθεια.

χουϊάζου : μαλώνω κάποιον.

το χουσλούκι : συμφωνία για βοσκή εναλλάξ , χειμώνα ο ένας, καλοκαίρι ο άλλος. 

το χουσμέτ'(ι) : η δουλειά που έχω να κάνω, η ασχολία.

οι χουσμικιαριαίοι : οι υπηρέτες. 



ψ
η ψχή (ψυχή) : η κοιλιά, η κοιλιακή χώρα. 

το ψώραβο : το καχεκτικό, το ψωριάρικο.


ω

(λέξεις προστίθενται συνέχεια και το άρθρο ανανεώνεται συχνά) 

1 σχόλιο:

  1. Ξέρω και άλλες ιδιωματικές λέξεις απ' την περιοχή των Πιερίων για να εμπλουτισθεί το παρόν γλωσσάρι. Όπως τη λέξη 'Τα άπραγα' που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι όταν ήθελαν να εξιστορήσουν τις ερωτικές περιπτύξεις εκτός γάμου μεταξύ ζευγαριών, δηλαδή τις προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις ή τις σχέσεις παράνομων ζευγαριών που διέπρατταν μοιχεία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή